Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης
1907: Ὁ π. Αὐγουστῖνος γεννήθηκε στὸ νεότευκτο ἀρχοντικὸ ἑνὸς νησιοῦ τῶν Κυκλάδων, στὶς Λεῦκες τῆς Πάρου, στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1907. Εἶνε τὸ δεύτερο παιδὶ –καὶ τὸ μόνο ἀγόρι– μιᾶς οἰκογενείας ποὺ εἶχε ἀκόμη τρία κορίτσια, τὴ μεγαλύτερή του Ἐρατὼ καὶ τὶς μικρότερές του Βασιλικὴ καὶ Εὐαγγελία. Γονεῖς του ἦταν ὁ μικρέμ πορος Νικόλαος Ἀνδρ. Καντιώτης, αὐστηρὸς πατέρας, καὶ ἡ διδασκάλισσα Σοφία τὸ γένος Θρεψιάδου, ἄγγελος συμπαραστάτης του σὲ μετέπειτα μετακινήσεις του.
Στὸ ἅγιο βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Ἀνάδοχός του παρέστη ὁ –καὶ δάσκαλός του κατόπιν– σπουδαῖος παιδαγωγὸς Ἰωάννης Λεον. Γαϊτάνος. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ σὲ νηπιακὴ ἡλικία τὸν προστατεύει, ἰδίως ὅταν μιὰ μέρα παίζοντας στὴν αὐλὴ τοῦ πατρικοῦ του ἔφτασε στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ, μὲ κίνδυνο νὰ πέσῃ μέσα καὶ νὰ πνιγῇ.
1913-1919: Τὰ ἔτη 1913 – 1919 σὰν μαθητὴς στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο Λευκῶν συναναστρέφεται τοὺς συνομηλίκους τους μὲ ἀγάπη.
Σὲ ἡλικία 8-10 ἐτῶν ὁ πατέρας του τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἱ. μονὴ Λογγοβάρδας Πάρου, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸν ὅσιο ἡγούμενο ἀρχιμ. Φιλόθεο Ζερβάκο, τὸν ὁποῖο θὰ ἔχῃ στὸ ἑξῆς πνευματικὸ πατέρα μέχρι τῆς ἐκδημίας ἐκείνου τὸ 1980.
1920-1921: Τὰ ἔτη 1920 – 1921 εἶνε μαθητὴς στὸ Σχολαρχεῖο τῆς Παροικιᾶς – Πάρου· ἔμενε ἐκεῖ ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ γύριζε στὶς Λεῦκες τὸ Σαββατοκύριακο.
1922-1925: Τὰ ἔτη 1922 – 1925 φοιτᾷ στὸ Γυμνάσιο Σύρου, μὲ γυμνασιάρχες τὸν γνωστὸ συγγραφέα Ἰωάννη῾Ρώση καὶ τὸν Ἀμοργῖνο φιλόλογο Κωνσταν τῖνο Γαβρᾶ. Καθὼς βρίσκε-
ται στὴν πρωτεύουσα τῶν Κυκλάδων γιὰ σπουδές, διεκπεραιώνει παραλλήλως ἐμπορικὲς ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του (παραγγελίες, προμήθειες, πληρωμές). Εἶνε ἐπιμελής,
πρωτεύει σὲ ὅλες τὶς τάξεις, παίρνει τὸ «Κοσκορόζειο» βραβεῖο, καὶ ἀποφοιτᾷ μὲ τὸ βαθμὸ «Ἄριστα».
1926-1929: Τὰ ἔτη 1926 – 1929 εἶνε πλέον φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῶν σπουδῶν του στὴν Ἀθήνα μένει στὸ φοιτητικὸ οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος «Ζωή», σπουδάζει ἐργαζόμενος, καὶ ἐπὶ δύο χρόνια χρηματίζει ὑπογραφεὺς τοῦ καθηγητοῦ του Παν. Τρεμπέλα.
Στὸ πανεπιστήμιο ἔχει ἀκόμη καθηγητὰς τοὺς Χρ. Ἀνδροῦτσο, Παν. Μπρατσιώτη, ἀρχιμ. Βασ. Στεφανίδη, Ἁμ. Ἀλιβιζᾶτο, Νικ. Λούβαρι, Γεώργ. Σωτηρίου, Κων. Δυοβου-
νιώτη, καὶ Γρηγ. Παπαμιχαήλ.
Ὅσο εἶναι στὴν Ἀθήνα, ἐξομολογεῖται στὸν ἱδρυτὴ καὶ προϊστάμενο τῆς ἀδελφότητος ἀρχιμ. Εὐσέβιο Ματθόπουλο, τὸν ὁποῖο ἀρέσκεται νὰ παρακολουθῇ τὶς Κυρια κὲς σὲ διαφόρους ναοὺς καὶ ἰδίως στὴν Κοίμησι Θεοτόκου στὸ Μοναστηράκι.
Ὡς κατηχητὴς δίδαξε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Ἀμπελοκήπων.
1929: Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1929 παίρνει τὸ πτυχίο του μὲ βαθμὸ «Ἄριστα». Ἡ ἐξέτασι γινόταν μέσα σὲ μία ἡμέρα ἐφ᾽ ὅλων τῶν μαθημάτων. Μεταξὺ τῶν ἄλλων μαθημάτων ἐξετάστηκε καὶ στὴν ἀπολογητικὴ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Γρηγ. Παπαμιχαήλ, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε· –Τί θὰ εἴχατε ν᾽ ἀπαντήσετε, κ. φοιτητά, ἂν κάποιος σᾶς ἔλεγε, ὅτι ἡ ζωὴ ἦλθε στὴ Γῆ ἀπὸ ἄλλους πλανῆτες; Καὶ ἡ ἀπάντησί του, ποὺ ἱκανοποίησε τὸν καθηγητή· –Δὲν εἶνε δυνατὸν αὐτό, κ. καθηγητά, διότι κατὰ τὴν εἴσοδο στὴν γηίνη ἀτμόσφαιρα ἡ τριβὴ δημιουργεῖ μεγάλη ερμότητα, ποὺ θὰ κατέστρεφε κάθε ζωντανὸ ὀργανισμό.
Τὸ ἴδιο ἔτος πεθαίνουν ὁ πατέρας του Νικόλαος σὲ ἡλικία 59 ἐτῶν καὶ ὁ πνευματικός του στὴν Ἀθήνα ἀρχιμ. Εὐσέβιος Ματθόπουλος.
1930-1934: Μετὰ τὴ λῆψι τοῦ πτυχίου ἐπὶ μία πενταετία, τὰ ἔτη 1930 – 1934, μένει μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του στὴν Ἴο, ἄλλο νησὶ τῶν Κυκλάδων, ὅπου ἐκείνη ὑπηρετεῖ ὡς διδασκάλισσα, γιὰ μελέτη προσευχὴ καὶ περισυλλογή· ταυτοχρόνως διδάσκει στὸ δημοτικό σχολεῖο τοῦ νησιοῦ καὶ φροντίζει γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῶν τριῶν ἀδελφῶν του κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀειμνήστου πατέρα του.
1934: Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1934 ὁ μητροπολίτης Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Ἱερόθεος (ποὺ τὸν γνωρίζει γιατὶ νωρίτερα εἶχε ποιμάνει τὴ μητρόπολι Παροναξίας) τὸν καλεῖ νὰ πάῃ στὸ Με-
σολόγγι καὶ ν᾽ ἀναλάβῃ τὴ θέσι τοῦ γραμματέως τῆς μητροπόλεως. Βλέπει τὸ πρᾶγμα ὡς κλῆσι Θεοῦ καὶ ὑπακούει ἀμέσως.
1935: Τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1935 ταξιδεύει μὲ τὸ πλοῖο πρὸς Πειραιᾶ, καὶ τὴν ἑπομένη φτάνει στὸ Μεσολόγγι.
Σὲ λίγο κείρεται μοναχὸς στὴν ἱ. μονὴ Ἀγγελοκάστρου καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Αὐγουστῖνος. Χειροτονεῖται διάκονος στὴν Παραβόλα ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Ἀκαρνανίας Ἱερόθεο καὶ ὑπηρετεῖ κοντά του στὴν ἱ. μητρόπολι ὡς πρωτοσύγκελλος.
1935-1941: Τὰ ἔτη 1935 – 1941 κηρύττει στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Μεσολογγίου καὶ στὰ χωριά, κατηχεῖ παιδιὰ καὶ νέους, δημιουργεῖ ἁγιογραφικοὺς κύκλους, ἐργάζεται γιὰ
τὴν διοργάνωσι ἐνοριῶν καὶ τὴν ἀνασυγκρότησι ἱ. μονῶν, καταρτίζει ἐπιτελεῖο συνεργατῶν, ἱδρύει φιλόπτωχα ταμεῖα, συνεργάζεται μὲ τοὺς κληρικοὺς τῆς μεγάλης αὐτῆς ἐπισκοπῆς, ἐκδίδει ἔντυπα, ἐπιμελεῖται τὴν ἔκδοσι περιοδικοῦ, ἀρθρογραφεῖ ὁ ἴδιος, διευθύνει προπαρασκευαστικὴ σχολὴ γιὰ κληρικοὺς ὅπου διδάσκει ποιμαντική, ἱδρύει συλλόγους, καταπολεμεῖ τὴ βλασφημία.
1941: Τὸ 1941 ὅμως διαφωνεῖ σὲ κάποιο ζήτημα κανονικοῦ δικαίου μὲ τὸν μητροπολίτη Ἱερόθεο. Ἔτσι τὸ πρῶτο ἐκεῖνο ἔτος τῆς γερμανοϊταλικῆς Κατοχῆς λέει καὶ αὐτὸς ἕνα δικό
του «ὄχι», καὶ ἔτσι ἀρχίζει ὁ χορὸς τῶν μετακινήσεών του. Μετατίθεται στὴ μητρόπολι Ἰωαννίνων, ὅπου ὑπηρετεῖ ἕνα χρόνο ὡς ἱεροκῆρυξ ὑπὸ τὸν μητροπολίτη Σπυρίδω-
να Βλάχο (τὸν μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν).
Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1941, μπροστὰ στοὺς Ἰταλοὺς κατακτητὰς καὶ χοροστατοῦντος τοῦ Σπυρίδωνος, κηρύττει πατριωτικά. Οἱ Ἰταλοὶ ἐνωχλημένοι θέλουν νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλ᾽ αὐτὸς διαφεύγει ἀπὸ μικρὴ ἔξοδο τοῦ ἁγίου βήματος. Ἐκδίδουν ἔνταλμα συλλήψεώς του. Ὁ δεσπότης, γιὰ νὰ τὸν προστατεύσῃ, δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ κηρύττῃ. Καὶ τότε ὁ ἱεροκήρυκας, βλέπον τας ὅτι ἡ παραμονή του στὰ Ἰωάννινα περιττεύει, ἀφήνει ἐκεῖ τὴ γερόντισσα μητέρα του καὶ ἐν καιρῷ χειμῶνος φεύγει. Οἱ Ἰταλοί, σὲ ἔφοδο ποὺ κάνουν στὸ σπίτι του, δὲν τὸν βρίσκουν καὶ συλλαμβάνουν ἐκείνην.